- εισαγγελτικός
- εἰσαγγελτικός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγγελία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσαγγελτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικόν — εἰσαγγελτικός of masc acc sg εἰσαγγελτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικῷ — εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικῶι — εἰσαγγελτικῷ , εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)